-
1 προκαθίημι
A let down beforehand,εἰς τὴν βαλανοδόκην βρόχον Aen.Tact.18.9
: metaph., εἰς ταραχὴν π. πόλιν plunge the city into confusion, D.14.5; π. τινὰ ἐξαπατᾶν put a person forward in order to deceive, Id.19.77; π. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, spread it before, D.C.58.9(prob.), Aristid.1.482J.:— [voice] Pass.,ἐπὶ τῷ ὕδατι τὰ σκεύη προκαθεῖτο D.C.62.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαθίημι
См. также в других словарях:
προκαθίημι — Α 1. κάθομαι εκ τών προτέρων 2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένως («προκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.) 3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.) 4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω… … Dictionary of Greek